- σκολυμώδης
- σκολῠμ-ώδης, ες,A like a
σκόλυμος, φύλλον Thphr.HP7.4.5
, cf. 9.12.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκόλυμος, φύλλον Thphr.HP7.4.5
, cf. 9.12.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολυμώδης — ῶδες, Α [σκόλυμος] όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
σκολυμῶδες — σκολυμώδης like a masc/fem voc sg σκολυμώδης like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)